- παθιασμένος
- -η, -οβλ. παθιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παθιασμένος — η, ο 1. αυτός που πάσχει από καιρό. 2. ο φανατισμένος: Είναι παθιασμένος με τη μουσική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παθιάζω — [πάθος] 1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».) β)… … Dictionary of Greek
παθιάζομαι — παθιάζομαι, παθιάστηκα, παθιασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: παθιάζομαι : η μτχ. παθιασμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ γεμάτος πάθος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δασιασμένος — η, ο ο δασερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος, σχηματισμός κατά τα σε ιασμένος, αναλογικά προς το σχήμα πάθος παθιάζομαι παθιασμένος] … Dictionary of Greek
θυμοειδής — ές (Α θυμοειδής, ές) 1. ορμητικός, ζωηρός 2. οξύθυμος 3. (στην πλατ. φιλοσ.) το ουδ. ως ουσ. το θυμοειδές το ένα από τα τρία επίπεδα τής ψυχής, σε αντιδιαστολή προς το επιθυμητικό και το λογιστικό αρχ. 1. (αντίθ. τού άθυμος) αναπτερωμένος,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
παθιάζομαι — παθιάστηκα, παθιασμένος: κατέχομαι από πάθος, από εμπάθεια: Αυτό το παιδί παθιάζεται με ορισμένα παιχνίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)